Перевод: со всех языков

χωρίς ανάσα/ru

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • απνευστί — (Α ἀπνευστί) επίρρ. με μιαν ανάσα, μονορούφι αρχ. χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα …   Dictionary of Greek

  • μονορούφι — επίρρ. τροπ. 1. μονομιάς, με μια κίνηση, χωρίς ανάσα: Ήπιε μονορούφι ένα μπουκάλι νερό. 2. μτφ., συνεχώς, χωρίς διακοπή: Διάβασα την Οδύσσεια μονορούφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκούρασμα — το, ατος ανάπαυση, ανάπαυλα, ανακούφιση: Δουλεύει χωρίς ανάσα και χωρίς ξεκούρασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάπνευστος — η, ο (Α ἀδιάπνευστος, ον) 1. αυτός που έχει έλλειψη διαπνοής, εξαερισμού 2. αυτός που δεν επιτρέπει τη διαπνοή, την εξάτμιση αρχ. 1. αυτός που δεν εξατμίζεται 2. ο χωρίς ανάσα, αδιάκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπνέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπνευστῶ] …   Dictionary of Greek

  • Γκιρ, Ρίτσαρντ — (Richard Gere, Φιλαδέλφεια 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε φιλοσοφία και υποκριτική στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και ξεκίνησε την καριέρα του στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, με το Γκριζ και άλλα έργα, πριν ασχοληθεί με… …   Dictionary of Greek

  • Μπελμοντό, Ζαν-Πολ — (Jean Paul Belmondo, Γαλλία 1933 –). Γάλλος ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε μουσική στράφηκε μετά στην ηθοποιία, συνδέοντας το όνομα του με μία από τις λαμπρότερες στιγμές του «νέου κύματος» του σινεμά της πατρίδας του …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

  • εκμυστίζω — ἐκμυστίζω (Μ) πίνω αμυστί, χωρίς να πάρω ανάσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»